-
1 ὠλέκρανον
A = ὠλένης κρανίον ( Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA 493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. [ ὀλέκρανον is required by the metre in Ar. Pax 443;τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω ¯ προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο ¯ Hellad.
ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠλέκρανον
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский